γνωστικός

γνωστικός
γνωστ-ικός, ή, όν,
A of or for knowing, cognitive: ἡ -κή (sc. ἐπιστήμη), theoretical science (opp. πρακτική), Pl.Plt.258e, etc.; τὸ γ. ib.261b;

ἕξεις γ. Arist.AP0.100a11

([comp] Comp.);

γ. εἰκόνες Hierocl.in CA25p.475M.

: c. gen., able to discern, Ocell. 2.7. Adv.

-κῶς Procl.Inst.39

, Dam.Pr.79, Phlp.in Ph.241.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γνωστικός, -ιά — και ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τη γνώση. 2. συνετός, μυαλωμένος: Είναι γνωστική γυναίκα, δε θα παρατήσει τα παιδιά της. 3. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ., γνωστικοί οι οπαδοί του γνωστικισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνωστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστικός — ή, ό (AM γνωστικός, ή, όν) [γνώστης] 1. αυτός που αναφέρεται στη γνώση 2. το ουδ. ως ουσ. το γνωστικό(ν) η σύνεση, η φρονιμάδα 3. (το αρσ. πληθ.) Γνωστικοί, οι οι οπαδοί τού γνωστικισμού νεοελλ. φρόνιμος, συνετός αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ γνωστική η …   Dictionary of Greek

  • γνωστικά — γνωστικός of neut nom/voc/acc pl γνωστικά̱ , γνωστικός of fem nom/voc/acc dual γνωστικά̱ , γνωστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστικώτερον — γνωστικός of adverbial comp γνωστικός of masc acc comp sg γνωστικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστικωτάτων — γνωστικός of fem gen superl pl γνωστικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστικωτέρων — γνωστικός of fem gen comp pl γνωστικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστικῶν — γνωστικός of fem gen pl γνωστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστικόν — γνωστικός of masc acc sg γνωστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστικώτατα — γνωστικός of adverbial superl γνωστικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστικεύω — [γνωστικός] γίνομαι συνετός, φρόνιμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”